παραπρωτεΐνη

παραπρωτεΐνη
η
(βιοχ.) κάθε μη φυσιολογική σφαιρίνη τού ορού τού αίματος, όπως είναι η κρυοσφαιρίνη, ο ρευματοειδής παράγοντας και οι ανώμαλες μακροσφαιρίνες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παραπρωτεϊναιμία — η ιατρ. η κυκλοφορία παραπρωτεϊνών στο αίμα σε άτομα με διάφορες παθήσεις, όπως λ.χ. μυέλωμα, αλλά και σε φαινομενικώς υγιή άτομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραπρωτεΐνη + αιμία (< αίμα), πρβλ. ουρ αιμία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”